- υφειλήτης
- ὁ, Μαυτός που αφαιρεί κάτι κρυφά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαιρῶ (πρβλ. αόρ. β' ὑφεῖλ-ον) + κατάλ. -η-της (πρβλ. πλαν-ή-της)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑφειλήτης — one who filches away masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)